ἐπιφωνηματικῶς

ἐπιφωνηματικῶς
ἐπιφωνηματικός
of the nature of an
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βρε — και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε 1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού παθα») 2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο») β) οικειότητα («βρε… …   Dictionary of Greek

  • επιφωνηματικός — ή, ό (AM ἐπιφωνηματικός, ή, όν) [επιφώνημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιφώνημα νεοελλ. αυτός που λέγεται ως επιφώνημα ή ως επιφώνηση. επίρρ... επιφωνηματικώς και ά με τρόπο επιφωνηματικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”